ἔπτατο

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἔπτᾰτο: γ΄ ἑν. ἀορ. β΄τοῦ πέτομαιπέταμαι.

English (Autenrieth)

see πέτομαι.

Greek Monotonic

ἔπτᾰτο: γʹ ενικ. αορ. βʹ του πέτομαι ή πέταμαι.

Russian (Dvoretsky)

ἔπτατο: 3 л. sing. aor. к πέτομαι и πέταμαι.