ἔσεαι

From LSJ

Γλώσσης μάλιστα πανταχοῦ πειρῶ κρατεῖν → Linguae modum tenere praecipuum puta → Zumeist die Zunge such' zu zügeln überall | Zumeist bezäme deine Zunge überall

Menander, Monostichoi, 80

French (Bailly abrégé)

2ᵉ sg. poét. et ion. de ἔσομαι.

Greek Monotonic

ἔσεαι: βʹ προσ. Επικ. μέλ. του εἰμί (sumἔσεται, αντί ἔσται.