ἔσεαι

From LSJ

ἀφ' ἡμέρας γίνεσθαι ἐν τῷ Μουσείῳ → in the Museum from early in the day

Source

French (Bailly abrégé)

2ᵉ sg. poét. et ion. de ἔσομαι.

Greek Monotonic

ἔσεαι: βʹ προσ. Επικ. μέλ. του εἰμί (sumἔσεται, αντί ἔσται.