ἀφ' ἡμέρας γίνεσθαι ἐν τῷ Μουσείῳ → in the Museum from early in the day
2ᵉ sg. poét. et ion. de ἔσομαι.
ἔσεαι: βʹ προσ. Επικ. μέλ. του εἰμί (sum)· ἔσεται, αντί ἔσται.