ἔστιχον

From LSJ

ἀπὸ λεπτοῦ μίτου τὸ ζῆν ἤρτηται → life hangs by a thin thread

Source

French (Bailly abrégé)

v. στείχω.

Russian (Dvoretsky)

ἔστῐχον: aor. 2 к στείχω.