ἔστρωμαι

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3

French (Bailly abrégé)

v. στρώννυμι.

Greek Monotonic

ἔστρωμαι: Παθ. παρακ. του στορέννυμι· ἔστρωσα, Ενεργ. αόρ. αʹ.

Russian (Dvoretsky)

ἔστρωμαι: pf. pass. к στρώννυμι.