ἔφυγον

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source

French (Bailly abrégé)

v. φεύγω.

Greek Monotonic

ἔφῠγον: αόρ. βʹ του φεύγω.

Russian (Dvoretsky)

ἔφυγον: aor. 2 к φεὺγω.