ἕμμα

From LSJ

τί νυ τόξον ἔχεις ἀνεμώλιον αὔτως → why bear your bow in vain, why bear thy bow in vain

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἕμμα: τό, Αἰολ. ἀντὶ τοῦ εἷμα, ἱμάτιον, Ἡσύχ. Γρηγ. Κορίνθου.