Ἐγνάτιος
From LSJ
Greek (Liddell-Scott)
Ἐγνάτιος: ᾱ, α, ον, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν Ἐγνατίαν (ἐν Ἀπουλίᾳ), Ἐγνατία ὁδός, ἡ συνέχεια τῆς Ἀππίας ὁδοῦ διὰ τῆς Ἀπουλίας καὶ ὡσαύτως πέραν τῆς θαλάσσης ἀπό τῆς Ἀπολλωνίας πρὸς ἕω: «ἐκ δὲ τῆς Ἀπολλωνίας εἰς Μακεδονίαν ἡ Ἐγνατία ἐστιν ὁδὸς πρὸς ἕω, βεβηματισμένη κατὰ μίλιον καὶ κατεστηλωμένη μέχρι Κυψέλων καὶ Ἕβρου ποταμοῦ» Στράβων 322.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
Egnatio o Ignacio, nomen romano de una familia de origen samnita
1 Mario, jefe de la coalición de ciudades itálicas contra Roma en 90 a.C., App.BC 1.40, 41, 45.
2 jefe de caballería de Craso en la campaña contra los partos, Plu.Crass.27.
3 Publio Egnatio Celer, filósofo estoico del tiempo de Nerón y Vespasiano, Tac.Ann.16.32, D.C.62.26.1.