ἠνθρακωμένος

From LSJ

Νόμων ἔχεσθαι (Νόμοις ἕπεσθαι) πάντα δεῖ τὸν σώφρονα → Legibus haerere sapiens debet firmiter → Dem Klugen ist Gesetzestreue stete Pflicht

Menander, Monostichoi, 380

French (Bailly abrégé)

part. pf. Pass. de ἀνθρακόω.

Greek Monotonic

ἠνθρᾰκωμένος: παρακ. μτχ. του ἀνθρακόομαι.