ἠτριαία

From LSJ

εἴς μ' ὁρεῦσα καρκίνου μέζον → looking at me with saucer-eyes

Source

Russian (Dvoretsky)

ἠτριαία: ἡ, Arph., Luc. ἠτριαῖον τό внутренности Arph.