τοιοῦτος πλανίων ἄβιος βίος → that sort of wandering is no life for a life
ἡμίκρης: -ητος, ὁ, κατὰ τὸ ἥμισυ Κρής, περὶ τοῦ Μενελάου, Λυκ. 150. (Οὐχὶ ἡμικρής, ὡς Ἐτεόκρητες, Νεόκρητες, ἡμίθηρ, κλπ.).