ἡμερόχειρος

From LSJ

ψυχῶν σοφῶν φροντιστήριονthought-shop of wise souls

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἡμερόχειρος: -ον, χειροήθης, ἥμερος, Λατ. mansuetus, - Δούκκας Ἱστ. σ. 71.