χειροήθης

English (LSJ)

χειρόηθες,
A accustomed to the hand, manageable, commonly of animals, tame, κροκόδειλος Hdt.2.69; θεός τις χ., as Cambyses sneeringly calls Apis, Id.3.28; χ.πῶλος X.Eq.2.3; λέων D.S.1.48, etc.: c. dat., used to, ἐγχέλεις ἀνθρώποις χ. Plu.2.976a; [θηρία] χ. γιγνόμενα τοῖς πόνοις, i.e. by training, ib.2f.
2 of persons, civilized, Str.11.2.4; amenable, c. dat., μοι χ. ἦν καὶ ἐτιθας (ς) εύετο (fort. ἐτετιθάσευτο) had become submissive to me, of a person, X. Oec.7.10; τιθασεύουσι χειροήθεις ἑαυτοῖς ποιοῦντες D.3.31; τῷ δήμῳ Plu.Per.15; τοῖς [ἐν φιλοσοφίᾳ λεγομένοις] παρέχουσιν ἑαυτοὺς χ. Id.2.14e; χ. ὕβρει used to it, Luc.Merc.Cond.35: Comp., ἡδονῇ χειροηθέστερος Jul.Caes.318a.
3 of things, manageable, tolerable, τῇ διανοία χ. διὰ τῆς ὄψεως Plu.Mar.16; τὰ ὅπλα τοῖς σώμασιν ἐγίνετο χ. Id.Phil.9, cf. 2.47b; αὑτῷ χ. καταστησάτω τὸ παθηματικὸν τῆς ψυχῆς μόριον Jul. Or.6.199c.

German (Pape)

[Seite 1345] ες, an die Hand gewöhnt, gut od. leicht zu handhaben, bes. von Tieren, zahm; Her. 2, 69; neben πρᾷοι, ἀλλήλοις, Plut. conj. praec. A. Poplic. 10; πόλις Num. 45, u. öfter; τὰ ὅπλα τοῖς σώμασιν ἐγίνετο χειροήθη, handgerecht, passend, Philop 9; übertr., τιθασεύουσι χειροήθεις ἑαυτοῖς ποιοῦντες Dem. 3, 31; χειροήθης τῇ ὕβρει Luc. merc. cond. 35; ἔθνη, Völkerschaften, im Gegensatz von ἄγρια, Strab. 11, 2,4. – Aber θεὸς χειροήθης, vom Apis, ein Gott, den man mit Händen greifen kann, Her. 3, 28.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
accoutumé à la main, maniable (cf. lat. mansuetus), d'où
1 en parl. d'animaux apprivoisé, doux, familier ; avec le dat. habitué à, familier avec;
2 en parl. de pers. habitué à, familier avec, τινι ; abs. maniable, traitable, docile, de mœurs douces;
3 en parl. de choses qui devient familier, à quoi on s'habitue, qui s'adapte à, τινι.
Étymologie: χείρ, -ηθος.

Russian (Dvoretsky)

χειροήθης:
1 прирученный, ручной, смирный (κροκόδειλος Her.; πῶλος Xen.; λέων Diod.; χειριήθη τινὰ ποιεῖν ἑαυτῷ Dem.);
2 привыкший, освоившийся (τοῖς πόνοις Plut.): χ. τῇ ὕβρει Luc. привыкший сносить обиды;
3 привычный, обычный: τὰ φαινόμενα δεινὰ ποιεῖσθαι τῇ διανοίᾳ χειριήθη Plut. освоиться с тем, что казалось страшным; τὰ ὅπλα τοῖς σώμασιν ἐγένοντο χειροήθη καὶ κοῦφα Plut. оружие становилось удобным и легким.

Greek (Liddell-Scott)

χειροήθης: -ες, ὅν τις δύναται νὰ μεταχειρισθῇ ὅπως θέλει, πρᾶος, ἥμερος, συνήθως ἐπὶ ζῴων, Λατ. man…uetus, χ. κροκόδειλος Ἡρόδ. 2. 69· θεός τις χ., ὡς ὁ Καμβύσης ἐμπαικτικῶς καλεῖ τὸν Ἆπιν, ὁ αὐτ. 3. 28· χ. πῶλος Ξεν. Ἱππ. 2, 3· λέων Διόδ. 1. 48, κτλ.· μετὰ δοτ., εἰθισμένος εἴς τι, ἐξῳκειωμένος πρός τι, ἀνθρώποις χ. ἐγχέλεις Πλούτ. 2. 976Α· θηρία χ. τοῖς πόνοις αὐτόθι 2F. 2) ἐπὶ ἀνθρώπων, εὐκόλως κυβερνώμενος, ἐξημερωμένος, Στράβ. 494, Πλούτ., κλπ.· παρέχειν ἑαύτὸν χ. ὁ αὐτ. 2. 14Ε· μετὰ δοτ., ἐπὶ ἤδη μοι χειροήθης ἦν (ἡ γυνὴ) καὶ ἐτετιθάσευτο ὥστε διαλέγεσθαι, ἠρόμην αὐτὴν ὧδέ πως Ξεν. Οἰκ. 7, 10· τιθασεύουσι χειροήθεις ἑαυτοῖς ποιοῦντες Δημ. 37. 9· χειροήθης ὕβρει, εἰθισμένος εἰς τὴν ὕβριν, Λουκ. ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 35. 3) ἐπὶ πραγμάτων, ὡς τὸ συνήθης, τὰ φαινόμενα δεινὰ ποιούμένους τῇ διανοίᾳ χειροήθη διὰ τῆς ὄψεως Πλουτ. Μάρκ. 16· τὰ ὅπλα τοῖς σώμασι ἐγένοντο χ. ὁ αὐτ. ἐν Φιλοποίμ. 9, πρβλ. 2. 47Β.

Greek Monolingual

-όηθες, Α
1. (για ζώο) συνηθισμένος στα χέρια κάποιου, εκείνος τον οποίο εύκολα μπορεί κανείς να μεταχειριστεί, ήμερος (α. «πολλὰ τῶν ἀγρίων ζῴων δαμαζόμενα γίνονται χειροήθη», Διόδ. Σικ.
β. «ἐκ πάντων δὲ ἕνα ἑκάτεροι τρέφουσι κροκόδειλον, δεδιδαγμένον εἶναι χειροήθεα», Ηρόδ.)
2. συνηθισμένος σε κάτι, εξοικειωμένος με κάτι (α. «ἀνθρώποις χειροήθεις ἐγχέλεις», Πλούτ.
β. «θηρία χειροήθη τοῖς πονοις», Πλούτ.)
3. (για πρόσ.) αυτός τον οποίο κατευθύνει ή πείθει κανείς εύκολα (α. «ἤδη μοι χείροήθης ἦν ἡ γυνή», Ξεν.
β. «τιθασεύουσι χειροήθεις ἑαυτοῖς ποιοῦν τες», Δημοσθ.)
4. πολιτισμένος («τὰ μὲν πλησίον τοῦ Τανάϊδος ἀγριώτερα, τὰ δὲ συνάπτοντα τῷ Βοσπόρῳ χειροήθη μᾶλλον», Στράβ.)
5. ανεκτικός σε κάτιχειροήθης ὕβρει», Λουκιαν.)
6. (για πράγμ.) ανεκτός, υποφερτός («τῇ διανοίᾳ χειροήθη διὰ τῆς ὄψεως», Πλούτ.)
7. αυτός που αρμόζει, ταιριαστός, κατάλληλος («τὰ ὅπλα τοῖς σώμασι ἐγίνετο χειροήθη», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + -ήθης (< ἦθος), πρβλ. κακοήθης].

Greek Monotonic

χειροήθης: -ες (ἦθος
1. αυτός που μπορεί εύκολα να γίνει αντικείμενο μεταχείρισης, ευχείριστος· λέγεται για ζώα, υπάκουος, ήμερος, πειθήνιος, Λατ. mansuetus, σε Ηρόδ., Ξεν.
2. λέγεται για πράγματα, υποφερτός, σε Πλούτ.

Middle Liddell

χειρο-ήθης, ες ἦθος
1. accustomed to the hand, manageable; of animals, submissive, tame, Lat. mansuetus, Hdt., Xen.
2. of things, tolerable, Plut.

English (Woodhouse)

tame