ἡμιμανής
English (LSJ)
ἡμιμανές, half-mad, Aeschin.1.171, Luc.Deor.Conc.4.
German (Pape)
[Seite 1168] ές, halb rasend, Aesch. 1, 171; Luc. D. concil. 4 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
à moitié fou.
Étymologie: ἡμι-, μαίνομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἡμῐμᾰνής: полубезумный Aeschin., Luc.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμιμᾰνής: -ές, κατὰ τὸ ἥμισυ μαινόμενος, «μισότρελλος», νεανίσκος Αἰσχίν. 24. 25, Διόνυσος, Λουκ. Ἐκκλ. Θεῶν 4.
Greek Monolingual
ἡμιμανής, -ές (Α)
1. μισότρελος
2. αυτός που πρόσκαιρα δεν έχει νηφάλιο νου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -μανής (< μαίνομαι, πρβλ. παθ. αόρ. β' ε-μάν-ην), πρβλ. γυναιμανής, εκμανής].
Greek Monotonic
ἡμιμᾰνής: -ές (μαίνομαι), μισότρελος, σε Αισχίν., Λουκ.