ἡνιοχία

From LSJ

ἀφ' ἡμέρας γίνεσθαι ἐν τῷ Μουσείῳ → in the Museum from early in the day

Source

German (Pape)

[Seite 1172] ἡ, f. L, für ἡνιοχεία, Plat. Theag. 123 d.