ἤγηλα

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source

French (Bailly abrégé)

ao. de ἀγάλλω.

Greek Monotonic

ἤγηλα: αόρ. αʹ του ἀγάλλω.