Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
f. ion. de ἰάομαι.
ἰήσομαι: эп. fut. к ἰάομαι.