ἰσοπλατής
English (LSJ)
ἰσοπλατές, equal in breadth, Arist.Oec.1345a33, Archimel. ap. Ath.5.209c; ἄρτος ἰ. Hippoloch. ap. Ath.4.128d (-πλατυς codd.): c. dat., ἰ. τῷ τείχει Th.3.21.
German (Pape)
[Seite 1265] ές, gleich breit; τῷ τείχει Thuc. 3, 21; τοίχοις ἀμφοτέρωθεν, vom Schiffe, Archimel. 1 (App. 15).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
égal en largeur.
Étymologie: ἴσος, πλάτος.
Russian (Dvoretsky)
ἰσοπλατής: равный по ширине (πύργοι ἰσοπλατεῖς τῷ τείχει ἦσαν Thuc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἰσοπλᾰτής: -ές, ἴσος τὸ πλάτος, Ἀριστ. Οἰκ. 1. 6, 9, Ἀρχίμηλος παρ’ Ἀθην. 209C· ἄρτος ἰσ. Ἀθήν. 128D (συνήθ. γράφ. -πλατύς), πρβλ. Ἀνθ. Π. παράρτημα 15· μετὰ δοτ., ἰσ. τῷ τείχει Θουκ. 3. 21.
Greek Monolingual
-ες (Α ἰσοπλατής, -ές)
ίσος κατά το πλάτος με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -πλατής (< πλάτος), πρβλ. ετεροπλατής, ομοιοπλατής].
Greek Monotonic
ἰσοπλᾰτής: -ές (πλάτος), ίσος στο πλάτος, με δοτ., τινι, με κάποιον ή με κάτι, σε Θουκ.
Middle Liddell
ἰσο-πλᾰτής, ές πλάτος
equal in breadth, τινι to a thing, Thuc.