ἰσχαδόπωλις
From LSJ
Ἡ δὲ Σελήνη γενομένη μὲν ἐκ τῆς ἀντανακλάσεως τοῦ ἡλιακοῦ φωτὸς → the moon having been made from the reflection of sunlight (Vettius Valens, Anthologies 1.14)
German (Pape)
[Seite 1272] ιδος, ἡ, fem. zum Vorigen, Ar. Lys. 564.
Greek Monolingual
ἰσχαδόπωλις, -ώλιδος ἡ (Α)
βλ. ισχαδοπώλης.
Russian (Dvoretsky)
ἰσχᾰδόπωλις: ιδος ἡ продавщица сушеных фиг Arph.