ἰτθέλα
From LSJ
τοὐλεύθερον γὰρ ὄνομα παντὸς ἄξιον → the title ‘free' is worth everything
English (LSJ)
v. ἰξαλῆ.
Greek Monolingual
ἰττέλα και ἰτθέλα, ἡ (Α)
(κατά τον Πολύδ.) διφθέρα, δέρμα από αίγα, ιξαλή και ιξάλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τόσο ο τ. ἰττέλα όσο και ο τ. ἰτθέλα αποτελούν διαφορετικές γραφές του τ. ἰξαλῆ (< ἴξαλος). Οι γραφές του τ. με -ξ-, -ττ-, -τθ- αποτελούν ενδείξεις ότι η λ. είναι μικρασιατικής προελεύσεως].