τὴν αὐτοκράτορα ἀρχὴν περινοέω → meditate empire
[Seite 1238] ὁ, p. = ἱδρώς, nur des dat. ἱδρῷ wegen angenommen, s. ἱδρώς.
ο (Μ ἵδρος)ο ιδρώτας.