ἱδρός

From LSJ

τὴν αὐτοκράτορα ἀρχὴν περινοέωmeditate empire

Source

German (Pape)

[Seite 1238] ὁ, p. = ἱδρώς, nur des dat. ἱδρῷ wegen angenommen, s. ἱδρώς.

Greek Monolingual

ο (Μ ἵδρος)
ο ιδρώτας.