ἱστοτέλεια

German (Pape)

[Seite 1271] ἡ, die Weberinn, Nonn. D. 6, 154. 37, 312.

Greek (Liddell-Scott)

ἱστοτέλεια: ἡ, εἰς τὸ ὑφαίνειν ἐξησκημένη, ὑφάντρια, Νόνν. Δ. 6. 154.

Greek Monolingual

ἱστοτέλεια, ἡ (Α)
επιδέξια υφάντρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός + -τέλεια (< -τελής < τέλος), κατά το σχήμα εντελής: εντέλεια, λυσιτελής: λυσιτέλεια, χωρίς τη μεσολάβηση επιθ. ἱστοτελής].