ἵξομαι

From LSJ

French (Bailly abrégé)

v. ἱκνέομαι et ἵκω.

Greek Monotonic

ἵξομαι: μέλ. του ἱκνέομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἵξομαι: fut. к ἱκνέομαι.