Ἰλλυρία

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source

Russian (Dvoretsky)

Ἰλλῠρία: ἡ поздн. = Ἰλλυρίς II.