ὀλέσθαι

From LSJ

Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?

Source

French (Bailly abrégé)

inf. ao.2 Moy. de ὄλλυμι.

English (Autenrieth)

see ὄλλῦμι.

Greek Monotonic

ὀλέσθαι: απαρ. Μέσ. αορ. βʹ του ὄλλυμι.

Russian (Dvoretsky)

ὀλέσθαι: inf. aor. 2 med. к ὄλλυμι.