ὀνόμασις

From LSJ

ἔστι γὰρ ὁ φίλος ἄλλος αὐτός → a friend, you see, is another self

Source

German (Pape)

[Seite 349] ἡ, Benennung, Sp., vgl. Lob. zu Phryn. 502.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνόμασις: ἡ, τὸ ὀνομάζειν, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 502.

Greek Monolingual

ὀνόμασις, ἡ (Μ) ονομάζω
κλήση κάποιου με το όνομά του.