ὀνόμασις

From LSJ

Οὐ χρὴ φέρειν τὰ πρόσθεν ἐν μνήμῃ κακά → Mala pristina haud oportet ferre in memoria → Du darfst nicht im Gedächtnis tragen früheres Leid

Menander, Monostichoi, 435

German (Pape)

[Seite 349] ἡ, Benennung, Sp., vgl. Lob. zu Phryn. 502.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνόμασις: ἡ, τὸ ὀνομάζειν, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 502.

Greek Monolingual

ὀνόμασις, ἡ (Μ) ονομάζω
κλήση κάποιου με το όνομά του.