ὀπαδητήρ

From LSJ

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source

German (Pape)

[Seite 355] ῆρος, ὁ, = Folgdm, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ὀπᾱδητήρ: Ἰων. ὀπηδ-, -ῆρος, ὁ, = τῷ ἑπομ., Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ὀπαδητήρ, -ῆρος, ὁ (Α)
(δωρ. τ.) βλ. οπηδητήρ.