ὀρειβάτις

From LSJ

Ἱκανῶς βιώσεις γηροβοσκῶν τοὺς γονεῖς → Senes parentes qui fovet, vivet diu → Hinlänglich lebst du, wenn du greise Eltern pflegst

Menander, Monostichoi, 270

German (Pape)

[Seite 371] ιδος, ἡ, fem. zu ὀρειβάτης (?).

Greek Monolingual

και ορειβάτισσα, η (Μ ὀρειβάτις, -ιδος)
βλ. ορειβάτης.