ὀρθονύσταγμος
From LSJ
ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → for extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable (Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2)
English (LSJ)
ὀρθονύσταγμον, dozing in an upright position, Pall.in Hp.2.119 D.
Greek Monolingual
ὀρθονύσταγμος, -ον (Α)
αυτός που νυστάζει ενώ στέκεται όρθιος, που νυστάζει ολόρθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -νύσταγμος (< νυστάζω)].