ὀρθοτόμος

German (Pape)

[Seite 376] grade schneidend (?).

Greek Monolingual

(I)
-ο (ΑΜ ὀρθοτόμος -ον)
1. αυτός που τέμνει σε ευθεία γραμμή
2. μτφ. αυτός που καθοδηγεί σωστά, αυτός που διδάσκει τα ορθά δόγματα.
επίρρ...
ὀρθοτόμως (Μ)
κατά την ορθή κατεύθυνση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -τόμος (< τέμνω), πρβλ. καινοτόμος.
(II)
ο
ζωολ. γένος ωδικών πτηνών της οικογένειας sylnidae.

Greek Monolingual

ὀρθότομος, -ον (Μ)
αυτός που έχει εξηγηθεί σωστά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -τομος (< τέμνω), πρβλ. μεσό-τομος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθητική σημ.].