ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone
ὀφειλομένως: Ἐπίρρ., κατὰ χρέος, προσηκόντως, Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 972, κλ., πρβλ. ὀφειλόντως.