ὀφειλομένως

From LSJ

λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται → the word of God will not be dishonoured, the word of God will not be dishonored

Source

Greek (Liddell-Scott)

ὀφειλομένως: Ἐπίρρ., κατὰ χρέος, προσηκόντως, Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 972, κλ., πρβλ. ὀφειλόντως.