ὀφθαλμοφάνεια

From LSJ

φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → fear old age, for it never comes alone

Source

Greek (Liddell-Scott)

ὀφθαλμοφάνεια: ἡ, τοῦ οὐσιαστ. τοῦ ὀφθαλμοφανής, Εὐστ. Πονημάτ. 157. 79. ΙΙ. ἀπάτη ὀπτική, οἵα ἡ ὑπὸ τῶν θαυματοποιῶν παραγομένη, Ἐκκλ.