ὄλβιστος

From LSJ

Ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → Silere quam clamare peregrinum decet → für Fremde ist zu schweigen besser als zu schrein

Menander, Monostichoi, 401

German (Pape)

[Seite 318] s. ὄλβιος.

Greek (Liddell-Scott)

ὄλβιστος: -η, -ον, ἀνώμαλ. ὑπερθ. τοῦ ὄλβιος, ὃ ἴδε.

Russian (Dvoretsky)

ὄλβιστος: Anth. superl. к ὄλβιος.