οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
[Seite 318] s. ὄλβιος.
ὄλβιστος: -η, -ον, ἀνώμαλ. ὑπερθ. τοῦ ὄλβιος, ὃ ἴδε.
ὄλβιστος: Anth. superl. к ὄλβιος.