ὑγιάζομαι

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source

Middle Liddell

Pass. to become healthy, get well, Arist.

Greek Monotonic

ὑγῐάζομαι: Παθ., γίνομαι υγιής, θεραπεύομαι, γίνομαι καλά, θεραπεύομαι, σε Αριστ.