ὑπεναντίωμα
English (LSJ)
-ατος, τό,
A contradiction, Arist.Po.1461a32.
II self-contradiction, Id.SE 181b5.
German (Pape)
[Seite 1187] τό, = ὑπεναντιότης (das Entgegen- od. Zuwidersein, die Uneinigkeit), Arist. poet. 25, 22.
Russian (Dvoretsky)
ὑπεναντίωμα: ατος τό
1 Arst. = ὑπεναντιότης;
2 внутреннее противоречие Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεναντίωμα: τό, = τῷ προηγ., Ἱππ. 422. 17., 1245Β, Ἀριστ. Ποιητ. 25, 22. ΙΙ. ἀντίφασίς τινος πρὸς ἑαυτόν, ὁ αὐτ. ἐν Σοφ. Ἐλέγχ. 30, 2.
Greek Monolingual
-ώματος, τὸ, Α ὑπεναντιοῦμαι
1. υπεναντιότητα
2. η αντίφαση κάποιου προς τον εαυτό του.
Translations
contradiction
Asturian: contradicción; Bulgarian: отрицание, противоречие; Catalan: contradicció; Chinese Mandarin: 反对, 反驳; Danish: modsigelse; Dutch: tegenspraak, contradictie; Finnish: kiistäminen; French: contradiction; Galician: contradición; German: Widerspruch; Greek: αντίφαση; Ancient Greek: ἀντεισαγωγή, ἀντίθεσις, ἀντίλεξις, ἀντιλόγημα, ἀντιλογία, ἀντιλογίη, ἀντιταλάντευσις, ἀντίφασις, ἀπέμφασις, διαφωνία, τὸ διάφωνον, διχόνοια, διχοστασία, ἐναντιολογία, ἐναντιότης, ἐναντίωμα, ἐναντίωσις, ὑπεναντιολογία, ὑπεναντιότης, ὑπεναντίωμα, ὑπεναντίωσις; Hungarian: ellentmondás, ellenkezés; Indonesian: percanggahan, kontradiksi; Irish: bréagnú; Italian: contraddizione; Japanese: 矛盾; Korean: 모순; Latin: contradictio, repugnantia, obloquium, oblocutio; Latvian: pretruna; Lithuanian: prieštaravimas; Macedonian: противречие, противречење; Nepali: विरोधाभास; Norwegian Bokmål: motsigelse; Occitan: contradiccion; Old English: wiþcwedennes; Portuguese: contradição; Romanian: contradicție, contrazicere; Russian: противоречие; Serbo-Croatian: противречје, противречност; Swedish: motsägelse