ἀντεισαγωγή
ξυνῆλθεν ἀτταγᾶς τε καὶ νουμήνιος → birds of a feather flock together, the francolin and the new-moon bird get together
English (LSJ)
ἡ, compensatory antithesis (as οἰκτρόν.. σεμνὸν δέ), Alex.Fig.1.25, Zonae.Fig.20.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
I ret.
1 antítesis en que se oponen cosas valoradas positiva y negativamente (p.ej. οἰκτρὸν ... σεμνόν) Alex.Fig.1.25, Zonae.p.164.
2 contradicción figura que consiste en tomar las palabras de otro para oponerse a él, Mart.Cap.5.524.
II sustitución τῶν στερεῶν ἡμῶν καὶ ὑγρῶν ... διαπεφορημένων καὶ ἀντεισαγωγῆς προσδεομένων Leont.Byz.M.86.1345C.
German (Pape)
[Seite 245] ἡ, das Gegenüberstellen eines Andern, rhetor. Figur, compensatio, Rhett.
Russian (Dvoretsky)
ἀντεισᾰγωγή: ἡ рит. антисагога, противоположение, противопоставление.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντεισᾰγωγή: ἡ, σχῆμα ῥητορικόν, Λατ. compensatio, καθ’ ὃ εἰς γενικόν τινα ἰσχυρισμὸν ἀντιτάσσεται περίπτωσις δεικνύουσα ὅτι ἄλλως ἔχει τὸ πρᾶγμα, π.χ. ἡδὺ τὸ ζῆν, ἀλλὰ τό γε ὑπὲρ πατρίδος ἀποθανεῖν δόξαν αἰώνιον παρασκευάζει Ρήτορες (Walz) τ. 8, σ. 457.
Greek Monolingual
η (AM ἀντεισαγωγή)
νεοελλ.
η εισαγωγή προϊόντος σε αντικατάσταση άλλου το οποίο έχει εξαχθεί
αρχ.-μσν.
η αντικατάσταση (συνήθως η τοποθέτηση ενός όρου στη θέση άλλου όρου ή φράσης)
αρχ.
(Ρητορ.) σχήμα κατά το οποίο σ’ ένα γενικό ισχυρισμό αντιτάσσεται περίπτωση που αποδεικνύει το αντίθετο.
Translations
contradiction
Asturian: contradicción; Bulgarian: отрицание, противоречие; Catalan: contradicció; Chinese Mandarin: 反对, 反驳; Danish: modsigelse; Dutch: tegenspraak, contradictie; Finnish: kiistäminen; French: contradiction; Galician: contradición; German: Widerspruch; Greek: αντίφαση; Ancient Greek: ἀντεισαγωγή, ἀντίθεσις, ἀντίλεξις, ἀντιλόγημα, ἀντιλογία, ἀντιλογίη, ἀντιταλάντευσις, ἀντίφασις, ἀπέμφασις, διαφωνία, τὸ διάφωνον, διχόνοια, διχοστασία, ἐναντιολογία, ἐναντιότης, ἐναντίωμα, ἐναντίωσις, ὑπεναντιολογία, ὑπεναντιότης, ὑπεναντίωμα, ὑπεναντίωσις; Hungarian: ellentmondás, ellenkezés; Indonesian: percanggahan, kontradiksi; Irish: bréagnú; Italian: contraddizione; Japanese: 矛盾; Korean: 모순; Latin: contradictio, repugnantia, obloquium, oblocutio; Latvian: pretruna; Lithuanian: prieštaravimas; Macedonian: противречие, противречење; Nepali: विरोधाभास; Norwegian Bokmål: motsigelse; Occitan: contradiccion; Old English: wiþcwedennes; Portuguese: contradição; Romanian: contradicție, contrazicere; Russian: противоречие; Serbo-Croatian: противречје, противречност; Swedish: motsägelse