ὑπεργείως

From LSJ

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεργείως: Ἐπίρρ. τοῦ ὑπέργειος, ὑπὲρ τὴν γῆν, Σωφρ. 3441C.