ὑπερπερισσεύομαι

From LSJ

τέλος δεδωκώς Xθύλου, σoι χάριν φέρω → having given the end of Cthulhu, I confer a favor on you

Source

Greek Monotonic

ὑπερπερισσεύομαι: μέλ. -σω, Μέσ., υπερπλεονάζω, υπεραφθονώ, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

fut. σω
Mid. to abound more and more, NTest.