ὑπερώτατος

English (LSJ)

η, ον, poet. Sup. for ὑπέρτατος (q.v.).

German (Pape)

[Seite 1205] poet. = ὑπέρτατος, Pind. N. 8, 43.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερώτατος: Pind. = ὑπέρτατος.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερώτατος: -η, -ον, ποιητ. ὑπερθ. ἀντὶ ὑπέρτατος, Πινδ. Ν. 8. 73.

Greek Monolingual

-άτη, -ον, Α
υπέρτατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. τ. αντί του ὑπέρτατος σχηματισμένος από την πρόθεση ὑπέρ, μέσω ενός επιθ. ὕπερος.

Greek Monotonic

ὑπερώτατος: -η, -ον, ποιητ. αντί του ὑπέρτατος, σε Πίνδ.

Middle Liddell

ὑπερώτατος, η, ον [poetic for ὑπέρτατος, Pind.]