υπέρτατος
From LSJ
Greek Monolingual
-η, -ο / ὑπέρτατος, -άτη, -ον, ΝΜΑ, και τ. ὑπερώτατος και ὕπατος Α
(κυριολ. και μτφ.) αυτός που βρίσκεται πάνω από όλους ή από όλα, ανώτατος, ύψιστος (α. «υπέρτατος κριτής» β. «υπέρτατη τιμή» γ. «ὦ δαιμόνων ὑπέρτατε», Αριστοφ.
δ. «πάντων ὅσ' ἐστὶ κτημάτων ὑπέρτατον», Σοφ.)
νεοελλ.
φρ. «υπέρτατο ον» — ο θεός
αρχ.
(σχετικά με ηλικία) ο μεγαλύτερος από όλους («ὅς ὑπέρτατος Ἀγησιμάχῳ υἱέων γένετο», Πίνδ.).
επίρρ...
ὑπερτάτως Α
1. κατ' εξοχήν
2. υπερβολικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ + κατάλ. -τατος του υπερθ. βαθμού. Ο τ. ὑπερώτατος έχει προέλθει πιθ. από ένα αμάρτυρο επίθ. ὕπερος.