ὑπέρτατος

From LSJ

αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπέρτᾰτος Medium diacritics: ὑπέρτατος Low diacritics: υπέρτατος Capitals: ΥΠΕΡΤΑΤΟΣ
Transliteration A: hypértatos Transliteration B: hypertatos Transliteration C: ypertatos Beta Code: u(pe/rtatos

English (LSJ)

η, ον, poet. Sup. of ὑπέρ,
A uppermost, highest:
I mostly of place or position, ἧστο ὑ. Il.23.451; κεῖτο ὑ. 12.381; ὑ. δώματα, θρόνος, etc., Hes.Op.8, Pi.O.2.77 (dub. l.), etc.
2 of gods, partly in reference to their abode, partly to their power, ib. 4.1, A.Supp.672 (lyr., nisi leg. -τως, v. infr. 4): then simply,
3 of rank or power, θεῶν τὰν ὑ. S.Ant.338 (lyr.); δαιμόνων ὑ. Ar.Av. 1765 (lyr.); ἄνασσα Περσίδων ὑ. A.Pers.155 (troch.).
4 of things, ὑ. ὄλβος, ἀνορέαι, Pi.P.3.89, N.3.20; μόχθοι, σέβας, S.OC105, Ph.402 (lyr.), etc.; τὰν ἐκ πασᾶν ὑ. πόλεων Id.Ant.1138 (lyr.); φρένας, πάντων ὅσ' ἐστὶ χρημάτων ὑ. ib.684; τοῦτο κερδέων ὑπέρτατον B.3.84: in late Prose, ἀρετή PStrassb.40.41 (vi A. D.). Adv. ὑπερτάτως = above all, A. Supp.672 (Ahrens from Sch.); above all measure. Sch.rec.Pi.O.1. 1.
II of age eldest, Pi.N.6.21:—Pi. has also ὑπερώτατος, N.8.43: cf. ὑπέρτερος III fin.

German (Pape)

[Seite 1201] superl. von ὑπέρ, oberster, äußerster in einer Reihe; Il. 12, 381. 23, 451; Hes. O. 6; θρόνος Pind. Ol. 2, 77; ὄλβος P. 3, 89; ἐλατὴρ ὑπέρτατε βροντᾶς Ol. 4, 1; auch der älteste, ὑπέρτατος υἱέων N. 6, 22; Ζεύς Aesch. Suppl. 657; σέβας Soph. Phil. 400, u. öfter. – Vgl. auch ὕπατος u. ὑπερώτατος.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
1 le plus haut, le plus élevé;
2 fig. le plus puissant.
Étymologie: ὑπέρ ; cf. ὑπέρτερος.

Russian (Dvoretsky)

ὑπέρτᾰτος: [superl. к ὑπέρ
1 очень высоко расположенный: ἧστο ὑ. Hom. он сидел на самом верху;
2 высочайший, величайший (δῶμα Hes.; θρόνος Pind.; перен. θεῶν ἡ ὑπερτάτη Soph.): ὑ. Ζεύς Pind., Aesch. всевышний Зевс; σέβας ὑπέρτατον Soph. почетнейший дар; πάντων κτημάτων ὑπέρτατον Soph. драгоценнейшее из всех благ;
3 старший (ὑ. υἱέων Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέρτατος: -η, -ον, ποιητ. ὑπερθ. τῆς προθέσ. ὑπέρ. ἀνώτατος, ὕψιστος: Ι. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ τόπου ἢ θέσεως, ἧστο ὑπ. Ἱλ. Ν. 451· κεῖτο ὑπ. Μ. 381· ὑπ. δῶμα, θρόνος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 8, Πινδ. Ο. 2. 140, κτλ, 2) ἐπὶ θεῶν, τὸ μὲν ἕνεκα τοῦ τόπου τῆς κατοικίας αὐτῶν, τὸ δὲ ἕνεκα τοῦ μεγέθους τῆς δυνάμεως αὐτῶν, αὐτόθι 4. 1, Αἰσχύλ. Ἱκ. 673· ἀκολούθως ἁπλῶς, 3) ἐπὶ βαθμοῦ ἢ τάξεως, ἐπὶ κοινωνικῆς θέσεως ἢ ἐξουσίας, θεῶν τὰν ὑπ. Σοφ. Ἀντ. 338· δαιμόνων ὑπ. Ἀριστ. Ὄρν. 1765· ἄνασσα Περσίδων ὑπ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 155. 4) ἐπὶ πραγμάτων, ὑπ. ὄλβος Πινδ. Π. 3. 157, ἀνορέαις ὑπερτάταις Ν. 3, 33· μόχθοι, σέβας, κλέος Σοφ. Ο. Κ. 105, Φιλ. 402, κτλ.· ἐκ πασῶν ὑπ. πόλεων ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 1138· φρένες· πάντων ὅσ’ ἐστὶ κτημάτων ὑπ. αὐτόθι 684· - Ἐπίρρ. -τως, ὑπὲρ πᾶν μέτρον, ὑπερμέτρως, ὑπερβαλλόντως, Σχόλ. εἰς Πινδ. Ο. 1. 1, Ἐκκλ. κτλ. ΙΙ. ἐπὶ ἡλικίας, πρεσβύτατος, Πινδ, Ν. 6. 36. πρβλ. ὑπέρτερος 2. - Ὁ Πίνδ. ποιεῖται χρῆσιν καὶ ὑπερθ. ὑπερώτατος, Ν. 8. 73· πρβλ. ὑπέρτερος ΙΙΙ.

English (Autenrieth)

(sup. from ὑπέρ): highest, on the top, aloft, Il. 12.381 and Il. 23.451.

Spanish

el más alto

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑπέρτατος, -άτη, -ον, ΝΜΑ, και τ. ὑπερώτατος και ὕπατος Α
(κυριολ. και μτφ.) αυτός που βρίσκεται πάνω από όλους ή από όλα, ανώτατος, ύψιστος (α. «υπέρτατος κριτής» β. «υπέρτατη τιμή» γ. «ὦ δαιμόνων ὑπέρτατε», Αριστοφ.
δ. «πάντων ὅσ' ἐστὶ κτημάτων ὑπέρτατον», Σοφ.)
νεοελλ.
φρ. «υπέρτατο ον» — ο θεός
αρχ.
(σχετικά με ηλικία) ο μεγαλύτερος από όλους («ὅς ὑπέρτατος Ἀγησιμάχῳ υἱέων γένετο», Πίνδ.).
επίρρ...
ὑπερτάτως Α
1. κατ' εξοχήν
2. υπερβολικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ + κατάλ. -τατος του υπερθ. βαθμού. Ο τ. ὑπερώτατος έχει προέλθει πιθ. από ένα αμάρτυρο επίθ. ὕπερος.

Greek Monotonic

ὑπέρτᾰτος: -η, -ον, ποιητ. υπερθ. του ὑπέρ,
I. ανώτατος, υψηλότατος, ύψιστος, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.
II. λέγεται για ηλικία, πρεσβύτατος, ο μεγαλύτερος σε ηλικία (σε σύγκριση με περισσοτέρους των δύο), σε Πίνδ.

Middle Liddell

poet. Sup. of ὑπέρ
I. uppermost, highest, supreme, Il., etc.
II. of age, eldest, Pind.

English (Woodhouse)

(see also: ὑπέρ) first in degree, of degree, very great

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Léxico de magia

-ον el más alto de la Osa ἄρκτε, θεὰ μεγίστη, ... βασιλεύουσα πόλου ἀστέρων, ὑπερτάτη Osa, diosa mayor, que reinas sobre el polo de las estrellas, la más alta P IV 1302