ὑποδέγμενος
From LSJ
πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went
French (Bailly abrégé)
part. ao.2 poét. de ὑποδέχομαι.
English (Autenrieth)
see ὑποδέχομαι.
Russian (Dvoretsky)
ὑποδέγμενος: эп. part. aor. pass. к ὑποδέχομαι.