ὑπόφθονος

From LSJ

Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit

Menander, Monostichoi, 153
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπόφθονος Medium diacritics: ὑπόφθονος Low diacritics: υπόφθονος Capitals: ΥΠΟΦΘΟΝΟΣ
Transliteration A: hypóphthonos Transliteration B: hypophthonos Transliteration C: ypofthonos Beta Code: u(po/fqonos

English (LSJ)

ὑπόφθονον, somewhat jealous, only in Adv., ὑποφθόνως ἔχειν πρός τινα behave somewhat jealously towards one, Id.HG7.1.26.

German (Pape)

[Seite 1239] ein wenig neidisch; ὑποφθόνως ἔχειν πρός τινα, neidisch, übel gesinnt sein gegen Einen, Xen. Hell. 7, 1,26.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
secrètement jaloux.
Étymologie: ὑπό, φθόνος.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόφθονος: -ον, ὀλίγον φθονερὸς ἢ ζηλότυπος· ἐπίρρ., ὑποφθόνως ἔχειν πρός τινα Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 26.

Greek Monotonic

ὑπόφθονος: -ον, κάπως ζηλιάρης· επίρρ., ὑποφθόνως ἔχειν, το να συμπεριφέρεται κάποιος κάπως ζηλότυπα, σε Ξεν.

Middle Liddell

ὑπό-φθονος, ον,
somewhat jealous: adv., ὑποφθόνως ἔχειν to behave somewhat jealously, Xen.