ὑσθῆναι
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
French (Bailly abrégé)
inf. ao. Pass. de ὕω.
Greek Monotonic
ὑσθῆναι: απαρ. Παθ. αορ. αʹ του ὕω.
Russian (Dvoretsky)
ὑσθῆναι: inf. aor. pass. к ὕω.