ὠμόνους

From LSJ

Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?

Source

Greek (Liddell-Scott)

ὠμόνους: ουν, = ὠμόθυμος, γυνὴ Νικήτ. Εὐγεν. 5. 92.