ὠτοθλαδίας
English (LSJ)
-ου, ὁ, = ὠτοκάταξις, D.L.5.67.
German (Pape)
ὁ, = ὠτοκαταξίας, DL. 5.67.
Russian (Dvoretsky)
ὠτοθλᾰδίᾱς: ου ὁ θλάω кулачный боец со сплюснутыми (от получения ударов) ушами Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
ὠτοθλᾰδίας: -ου, ὁ, ὠτοκάταξις, Διογέν. Λαέρτ. 5. 67.
Greek Monolingual
και ὠτοκλαδίας, ὁ, Α
ὠτοκάταξις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς, ὠτός «αφτί» + θλαδίας (< θλῶ «συντρίβω, τσακίζω»), ενώ ο τ. ὠτο-κλαδίας από το ρ. κλῶ «σπάω» (πρβλ. κλάδος)].