ὠφρυωμένος

From LSJ

νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness

Source

French (Bailly abrégé)

η, ον :
part. pf. de ὀφρυόομαι.