κύματα θαρσαλέως ποντοπόρει βιότου → the waves of life make bold furrows, travel boldly over the waves of life
[Seite 376] = ἀϊστόω, w. m. s.
contr. de ἀϊστόω.
ᾀστόω: стяж. к ἀϊστόω.