Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
ao. de οἴομαι ou οἶμαι.
ᾠήθην: aor. к οἴομαι и οἶμαι.