ᾠοτοκέω
From LSJ
English (LSJ)
A lay eggs, Arist.HA566b1, etc.; opp. σκωληκοτοκέω and ζωοτοκέω, Id.Pol.1256b13, GA732a28, al.; τὰ ᾠοτοκοῦντα oviparous animals, ib. 749a17:—Pass., to be produced as eggs, τὰ ᾠοτοκούμενα ib.746a27.
2 of plants, produce seed, Emp.79.
Greek (Liddell-Scott)
ᾠοτοκέω: γεννῶ ᾠά, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 6. 11, 8, κτλ.· ἀντίθετον τῷ σκωληκοτοκέω, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 1. 8, 10· τῷ ζῳοτοκέω, ὁ αὐτ. περὶ Ζῴων Γεν. 2. 1, 17, κ. ἀλλ.· τὰ ᾠοτοκοῦντα, ζῷα γεννῶντα ᾠά, αὐτόθι 3. 1, 2, κ. ἑξ.- Παθ., γεννῶμαι ὡς ᾠόν, τὰ ᾠοτοκούμενα αὐτόθι 2. 7, 8. 2) ἐπὶ φυτῶν, παράγω, σπόρον, Ἐμπεδ. 286.
Russian (Dvoretsky)
ᾠοτοκέω:
1 класть яйца Plut.: τὰ ᾠοτοκοῦντα (sc. ζῷα) Arst. яйцекладущие; τὰ ᾠοτοκούμενα Arst. животные, вылупляющиеся из яиц;
2 производить семена (δένδρεα ᾠοτοκεῖ Emped. ap. Arst.).