-ίδες

From LSJ

Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau

Menander, Monostichoi, 83

Greek Monolingual

κατάλ. επιστημ. όρων που προέρχεται από την ήδη αρχ. πατρωνυμική κατάλ. -ίδης. Η κατάλ. χρησιμοποιήθηκε στις ευρωπ. γλώσσες, ως ταξινομικό στοιχείο, με τη μορφή -idae και συχνά επανήλθε στη Νέα Ελληνική ως αντιδάνειο. Εμφανίζεται α) σε όρους ζωολογίας δηλώνοντας οικογένειες ζώων (πρβλ. ανθρωπίδες, ακταλητίδες)
β) σε όρους βοτανικής, στους οποίους αποτελεί απόδοση της νεολατ. κατάλ. -aceae (θηλ. πληθ. της αρσενικής κατάλ. -aceus) δηλώνοντας οικογένειες φυτών (πρβλ. ακτινιδ-ίδες, βερβεν-ίδες, βοραγιν-ίδες)
γ) σε όρους της αστρονομίας (και στον εν. -ίδης) δηλώνοντας αστερισμούς (πρβλ. Περσείδες < Περσεύς, -έως + -ίδες, Κηφείδες < Κηφεύς, -έως + -ίδες)
και δ) σε όρους ιατρικής στους οποίους δηλώνει δερματικά εξανθήματα (πρβλ. συφιλ-ίδες).